- ανάργητος
- -η, -ο1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί3. ακούραστος, άοκνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν-* στερ. + άργητοςάλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του ουσ. άργητα].
Dictionary of Greek. 2013.